Θα έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες, αλλά όχι οι σημαντικότεροι. Η αυτοπεποίθηση των διδασκόντων προέρχεται από το κατά πόσο οι ίδιοι κρίνουν ότι είναι άξιοι και επαρκώς καταρτισμένοι στον τομέα τους. Ένας καλά προετοιμασμένος καθηγητής, δηλαδή, μπορεί να εκπέμπει ασφάλεια ακριβώς επειδή θεωρεί ότι έχει πολλές γνώσεις. Η εμπειρία φυσικά παίζει πολύ ρόλο, αλλά η αυτοπεποίθηση δεν είναι πάντα απόρροια των όσων ξέρουμε. Μπορεί και να πηγάζει από την άγνοιά μας.
Τι εννοώ; Στην αρχή της καριέρας μας, αγνοώντας τις δύσκολες ερωτήσεις που συχνά μας θέτουν οι μαθητές, νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα για το αντικείμενό μας και αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε άνετοι. Από την άλλη, η φυσική μας κλίση προς το αντικείμενο που έχουμε επιλέξει ως επάγγελμα μας εξοπλίζει. Μας δίνει την εντύπωση ότι θα τα καταφέρουμε εξίσου καλά ως καθηγητές όπως τα καταφέραμε καλά και ως μαθητές που διδάχθηκαν το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Προσωπικά, αν και κατανοώ την άποψη της μαθήτριάς μου, δεν την συμμερίζομαι. Θεωρώ πως αυτή οφείλεται καθαρά στην δική της (περιορισμένη) εμπειρία με τους διδάσκοντες. Για εμένα οι νέοι καθηγητές ίσως φαίνονται πιο αγχωμένοι κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά αυτό το άγχος τους κάνει πιο δημιουργικούς και προσανατολισμένους στο να φανούν αντάξιοι των συνθηκών. Κι αν η αρχική αντίδρασή τους προκαλεί αβεβαιότητα σε κάποιον μαθητή, το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους μοιάζει να εξοικειώνει τους δεύτερους. Τους φέρνει αντιμέτωπους με έναν νέο, μοντέρνο θα έλεγα, τρόπο διδασκαλίας.
Από την άλλη οι πιο έμπειροι και μεγαλύτεροι συνάδελφοι πιθανόν να φαίνονται πιο σίγουροι για το μάθημά τους, όμως δεν ξέρω κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να το προσαρμόσουν στη νέα πραγματικότητα. Οπωσδήποτε έχουν γνώσιν και γνώμην και χαίρουν σεβασμού και αποδοχής. Μήπως αυτή τους η αποδοχή όμως βασίζεται και στην μακροημέρευση στην αίθουσα άρα και τη συνήθεια; Βέβαια δεν υπάρχει θέσφατο και απόλυτο σε υποκειμενικές κρίσεις.
Το πιο βασικό στοιχείο για το πώς βιώνουν οι μαθητές την θέληση, το άγχος, την εμπειρία κάθε εκπαιδευτικού έγκειται στον κάθε δάσκαλο προσωπικά. Η γενίκευση ότι οι μεγαλύτεροι είναι πιο σίγουροι ή ότι οι νεότεροι είναι πιο αγχωμένοι αν και περιέχει μια δόση αλήθειας θα πρέπει να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε είτε ανήκουμε στην μια κατηγορία είτε στην άλλη είναι το πώς μας βλέπουν οι μαθητές μας. Ας προσέξουμε τη συνολική τους εικόνα και τον τρόπο που μας μιλούν ή μας ακούν εντός και εκτός τάξης. Ίσως και να τους ζητήσουμε επανατροφοδότηση, χωρίς να δείχνουμε ταλάντευση μεταξύ του ρόλου μας και του δικού τους. Εμείς είμαστε οι leaders. Ακούμε τη γνώμη τους, αλλά κυρίως την ερμηνεύουμε μέσα από τη συμπεριφορά τους προς το πρόσωπό μας.
Επίσης η κρίση του παιδιού αλλάζει εύκολα όπως και το θυμικό του. Αρκεί να σκεφτούμε συνάδελφοι πως μας αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην αρχή της σχολικής χρονιάς, πως στο ενδιάμεσο και πως στο τέλος της!
Εν τέλει το να είμαι αρεστός /ή σε όλους είναι σχεδόν αδύνατον. Το δυνατόν είναι να είμαι ικανός καθηγητής και να δικαιολογεί η δουλειά μου την παρουσία μου στην αίθουσα διδασκαλίας.