Προσωπικά, υποστηρίζω σθεναρά ότι η ορθογραφία θα πρέπει να γίνεται! Σε όλα τα επίπεδα, σε τάξεις και ιδιαίτερα, που απαρτίζονται από μαθητές σχολείου. Παρόλο που στην αντιγραφή δεν συμβαίνει το ίδιο, όλοι ξέρουμε πως η εντατική και συνεπής ενασχόλησή μας με το λεξιλόγιο μιας ξένης γλώσσας είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να μάθουμε να επικοινωνούμε σε αυτήν. Για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται οι μαθητές να αφιερώνουν αρκετό προσωπικό χρόνο ώστε να γράφουν, να επαναλαμβάνουν ή ακόμη και να παίζουν παιχνίδια (π.χ. κρεμάλα, ή κάλυψη κενών) με τις λέξεις. Στα μεγάλα όμως επίπεδα που τα παιχνίδια δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα – αν εξαιρέσουμε διαδραστικά βιβλία ακόμη και C2 που τα εμπεριέχουν – η γραφή των λέξεων, η ενασχόληση με το companion/ study guide, η μελέτη των ασκήσεων που έχουν γίνει στην τάξη, αλλά και η ανάγνωση των κειμένων που έχουν διδαχθεί είναι υψίστης σημασίας.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί είναι να αλλάξουμε λίγο τον τρόπο που ελέγχουμε την ορθογραφία. Για παράδειγμα, μπορούμε στα μεγάλα επίπεδα και ιδιαίτερα με τους ενήλικες μαθητές μας να τους ζητάμε να μαθαίνουν το λεξιλόγιο από αγγλικά σε αγγλικά. Δηλαδή κάποιες εκφράσεις, collocations ή να μας γράψουν τον ορισμό, παράγωγα, αντίθετα, συνώνυμα αλλά και προτάσεις. Επιπλέον, ανά τακτά διαστήματα μπορούμε να τους ζητάμε να συμπληρώσουν κάποιο φυλλάδιο με ασκήσεις και λέξεις της ημέρας ή ενός ολόκληρου κεφαλαίου. Γιατί όχι, και να κάνουμε επαναλήψεις μέσα από ερωτήσεις κατά την διάρκεια του μαθήματος, όταν συναντάμε μια λέξη που έχει ήδη διδαχθεί σε προηγούμενα κεφάλαια, ρωτώντας τους μαθητές ή δίνοντάς τους συνώνυμα κ.ά.
Όποιον τρόπο κι αν επιλέξουμε, η ορθογραφία στην τάξη είναι κάτι που εξασφαλίζει στον καθηγητή ότι οι μαθητές του θα αφιερώσουν σίγουρα κάποιο χρόνο για να την μάθουν ενώ ταυτόχρονα οι τελευταίοι έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να την μελετήσουν όταν ξέρουν πως θα τους ζητηθεί να την αναπαράγουν.